- τερατοφανής
- -ές, Ναυτός που έχει εμφάνιση τέρατος, τερατόμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -φανής (< φαίνω, -ομαι), πρβλ. οφθαλμο-φανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek